Από τον Χρήστο Ζαμπούνη
Ένας από τους πυλώνες της καλής συμπεριφοράς είναι ότι φερόμεθα όπως θα θέλαμε να μας φέρονται. Το ανωτέρω αξίωμα, φευ, λησμονείται συστηματικώς όσον αφορά στους ξένους. Η έννοια άλλωστε της φιλοξενίας, εν τω συνόλω της, έχει μεταβληθεί, χάνοντας τον ιερό χαρακτήρα που είχε στην αρχαιότητα. Η σκηνή της υποδοχής του ναυαγού Οδυσσέα στο νησί των Φαιάκων, αλλά και ακόμη προσφάτως η φιλοξενία στα χωριά, όπως την βλέπουμε στις ταινίες της δεκαετίας του ’60, φαντάζουν σαν αποκύημα επιστημονικής φαντασίας. Είναι μία πραγματικότητα ότι ο εγωισμός και η επιθυμία γα προσωπική άνεση έχουν αντικαταστήσει τις ανοιχτές πόρτες στους ξένους και έχουν περιορίσει τον σύγχρονο Έλληνα στο Σαββατοκύριακο στην εξοχή.
Ξένος, βεβαίως, δεν νοείται μόνον ο συνεργάτης μας από το εξωτερικό που ήλθε τρεις ημέρες για δουλειές. Είναι ο τουρίστας που μας ζητά τη διεύθυνση του δρόμου, ο οικονομικός μετανάστης που δουλεύει για μας, η παλιά συμφοιτήτρια που ήλθε επίσκεψη στη χώρα μας.
Παρευρέθην τις προάλλες σε ένα τραπέζι στο Cappana, όπου συμμετείχε και μία κοπέλα από την Ιρλανδία, συγκάτοικος στο Λονδίνο μιας κοινής φίλης. Πέρα των συστάσεων που έγιναν στην αγγλική, κανείς δεν της απηύθυνε το λόγο κατά τη διάρκεια της βραδιάς κι όταν ο γράφων ερώτησε το λόγο, η απάντηση ήταν: «Είχαμε να πούμε τα δικά μας. Θα ήταν κουραστικό να είμαστε υποχρεωμένοι να δίνουμε εξηγήσεις για το τι λέμε».
Η φιλοξενία δεν είναι υποχρέωση, αλλά τιμή. Εκεί όπου γίνονται τα μεγαλύτερα παραστρατήματα είναι με τους οικονομικούς μετανάστες. Η φιλοξενία για ορισμένους σταματά εκεί όπου αρχίζει ο ρατσισμός. Κι όμως, στους μετανάστες είναι που χρειάζεται να δείξουμε τα φιλόξενα αισθήματά μας. Ας σκεφθούμε ότι θα μπορούσαμε να είμεθα στη θέση τους, όπως ήταν, επί παραδείγματι, χιλιάδες συμπατριωτών μας πριν από σαράντα χρόνια στη Γερμανία ή πριν από ογδόντα στην Αμερική.