Στα μέσα του καλοκαιριού αποκαλύφθηκε ότι χιλιάδες αυγά είχαν μολυνθεί από το εντομοκτόνο Fipronil και είχαν διοχετευθεί στην αγορά της Ολλανδίας, της Γερμανίας και του Βελγίου. Οι έρευνες για να εντοπιστούν και κυρίως για να απομακρυνθούν από τα ράφια και τα όποια σημεία πώλησης ήταν εντατικές.
Πριν λίγες ημέρες, η γερμανική εφημερίδα Süddeutsche Zeitung, που εκδίδεται στο Μόναχο και θεωρείται μια από τις εγκυρότερες εφημερίδες της χώρας, αποκάλυψε ότι ο κίνδυνος είναι μεγαλύτερος από όσο φανταζόμαστε. Η εφημερίδα δημοσιεύει μαρτυρίες των γερμανικών αρχών που αναφέρουν ότι το εντομοκτόνο έχει περάσει και στη διατροφική αλυσίδα, αφού έχει μολύνει και άλλα τρόφιμα.
Οι πήγες της εφημερίδας αναφέρουν ότι σύμφωνα με ελέγχους που ξεκίνησαν τον Αύγουστο σε 500 είδη τροφίμων, διαπιστώθηκε ότι στα 100 υπάρχουν ίχνη από το εντομοκτόνο Fipronil. Μέχρι τα τέλη Οκτωβρίου θα έχει ολοκληρωθεί ο έλεγχος σε δείγματα από άλλα 300 τρόφιμα για να διαπιστωθεί αν είναι μολυσμένα ή όχι. Μέχρι στιγμής τα αποτελέσμα έχουν δείξει ότι η επικίνδυνη ουσία έχει περάσει και σε παρασκευάσματα που περιέχουν αυγά.
Οι υπεύθυνοι του Υπουργείου Γεωργίας δήλωσαν ότι έχουν εξεταστεί 473 δείγματα τροφίμων και οι αναλύσεις έδειξαν ότι σε 103 βρέθηκαν ίχνη του Fipronil, ενώ στα 25 από αυτά, η ουσία βρίσκεται πάνω από το επιτρεπτό όριο. Τα τρόφιμα στα όποιο το εντομοκτόνο ξεπερνά το όριο ασφαλείας είναι σαλάτες με αυγά, ζυμαρικά που περιέχουν αυγά, λικέρ, καθώς και είδη ζαχαροπλαστικής κι αρτοποιίας.
Το πιο ανησυχητικό είναι ότι αν και οι γερμανικές αρχές ήταν ήδη ενήμερες εδώ και καιρό για το εν λόγω διατροφικό σκάνδαλο, δεν ήθελαν να το δημοσιοποιήσουν πριν το τέλος των βουλευτικών εκλογών για να μην τρομοκρατηθούν οι πολίτες. Μελετητές και εμπειρογνώμονες κατηγορούν τη γερμανική κυβέρνηση ότι απέκρυψε έναν τέτοιο διατροφικό κίνδυνο και δεν ενημέρωσε όπως όφειλε το καταναλωτικό κοινό. Θεωρείται ακόμη ότι με διάφορες αλλαγές στις μετρήσεις και στους ελέγχους, η κυβέρνηση ευνόησε τη βιομηχανία τροφίμων μιας και δεν έγιναν μαζικές ανακλήσεις προϊόντων από τα ράφια των σουπερ μάρκετ, όπως θα έπρεπε, αλλά επέτρεψαν να γίνουν σταδιακά και χωρίς κόστος για τις επιχειρήσεις.